ἐγκλείει

ἐγκλείει
ἐγκλείω
shut in
pres ind mp 2nd sg
ἐγκλείω
shut in
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κολλοειδή — Διαλύματα που χαρακτηρίζουν μία ορισμένη κατάσταση της ύλης, η οποία ορίζεται από την ύπαρξη σωματιδίων με μεγάλη επιφάνεια ανά μονάδα όγκου ή ανά μονάδα μάζας. Ο όρος αυτός αναφέρεται σε οποιαδήποτε ουσία, ανεξάρτητα από τη χημική σύσταση, τη… …   Dictionary of Greek

  • γονάγγειο — το αναπαραγωγικός πολύποδας των υδροζώων, δηλαδή χιτινώδης διαφανής σάκος (γονοθήκη) που εγκλείει το βλαστόστυλο και τους μεδουσοφόρους οφθαλμούς πάνω σ αυτό …   Dictionary of Greek

  • δευτερόπλασμα — Το θρεπτικό μέρος του αβγού ορισμένων ζωικών ομάδων. Ονομάζεται και λέκιθος. Οι θρεπτικές ουσίες στο δ. συσσωρεύονται, συνήθως, με τη μορφή κίτρινων κόκκων που περιέχουν λιπίδια, πρωτεΐνες και γλυκογόνο. Οι κόκκοι αυτοί άλλοτε βρίσκονται… …   Dictionary of Greek

  • εξαπλοειδής — ο βιολ. ο οργανισμός ή ο πυρήνας που εγκλείει έξι απλοειδή μέρη χρωματοσωμάτων …   Dictionary of Greek

  • εργογόνος — α, ο αυτός που εγκλείει και αποδίδει ενέργεια …   Dictionary of Greek

  • ζωή — Παρότι τα ουσιώδη χαρακτηριστικά της ζ. αποτελούν ακόμα αντικείμενο συζητήσεων, μπορούμε να δεχτούμε τον ορισμό ότι: ζωντανό είναι το ον εκείνο που, εξατομικευμένο στο περιβάλλον για έναν καθορισμένο χρόνο, έχει την ικανότητα να διατρέφεται, να… …   Dictionary of Greek

  • μεταλλοπρωτεΐνη — η (βιοχ.) έγχρωμη ετεροπρωτεΐνη τής οποίας η προσθετική ομάδα εγκλείει ένα μέταλλο …   Dictionary of Greek

  • πόντος — Επαρχία της Μικράς Ασίας, στο βόρειο τμήμα της Τουρκίας. Στα Β βρέχεται από τον Εύξεινο Πόντο, ενώ στα Α ορίζεται από την Κολχίδα, στα Δ από την Παφλαγονία και στα Ν από την Καππαδοκία. Ο Π. πήρε το όνομα αυτό και έγινε σημαντικός μόνο κατά τους… …   Dictionary of Greek

  • ρητινοφόρος — ο, Ν 1. (για δέντρο) αυτός που περιέχει ή παράγει ρητίνη 2. (για φυτικό κύτταρο) αυτός που εγκλείει ρητίνη 3. φρ. α) «ρητινοφόρα δέντρα» ή, απλώς, «ρητινοφόρα» βοτ. δασικά δέντρα τα οποία ανήκουν στα γυμνόσπερμα και που το ξύλο τους περιέχει… …   Dictionary of Greek

  • σπερμοφόρος — ο / σπερμοφόρος, ον, ΝΑ, θηλ. και α Ν νεοελλ. σπερματοφόρος αρχ. 1. αυτός που φέρει ή εγκλείει σπέρμα 2. (για φυτό) γεμάτος σπέρματα, γεμάτος σπόρους 3. φρ. «σπερμοφόρον πήρην» σακούλι γεμάτο στάρι (Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σπέρμα + φόρος (<… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”